- στουμπάω
- στουμπάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ), στούμπιξα βλ. πίν. 70——————Σημειώσεις:στουμπάω : σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη (1941, σελ. 358) «όσα ρήματα έχουν ι στον ενεστώτα, ακόμα και όταν είναι διπλοσχημάτιστα, γράφονται στον αόριστο με το ίδιο ι που έχουν και στον ενεστώτα».Στην περίπτωση αυτή έχουμε ισοδύναμο τύπο σε -ίζω (στουμπίζω).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.